Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

ΑΕΙ: Η "Υψηλή Προστασία" του Υπουργείου Παιδείας



Γράφει ο Βασίλης Αναστασόπουλος, Καθηγητής Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών, Πρώην Αντιπρύτανης σε ζητήματα έρευνας
αναδημοσίευση από το Ποντίκι

Μια από τις συνέπειες της βαθύτατης οικονομικής και πολιτικής κρίσης που διέρχεται η χώρα μας είναι η προσπάθεια επιβολής στο χώρο της Ανώτατης Παιδείας της πλέον βίαιης θεσμικής ανατροπής. Το κυρίαρχο ζήτημα πλέον δεν είναι τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά του επερχόμενου νόμου αλλά οι προθέσεις. Επί δεκαετίες, ο σφιχτός θεσμικός εναγκαλισμός ή επί το λαϊκότερο η "υψηλή προστασία" του Υπουργείου στα πανεπιστήμια, τα έχει ακινητοποιήσει τόσο ακαδημαϊκά όσο αναπτυξιακά. Εκ των πραγμάτων λοιπόν δεν είναι δυνατό να αισιοδοξούμε για το κείμενο του νόμου που έρχεται αφού, μεταξύ των άλλων, υπερβαίνει τις 100 σελίδες επιχειρώντας να καθορίσει και να ελέγξει τα πάντα στα αυτοδιοικούμενα επιστημονικά ιδρύματα.

Τι περίμενε η ακαδημαϊκή κοινότητα από το νέο νόμο για τα πανεπιστήμια; Μα φυσικά να μπορούν τα ΑΕΙ να καθορίσουν μόνα τους τα βασικότερα θέματα τα οποία σε άλλες χώρες είναι αυτονόητο ότι καθορίζονται από τα πανεπιστήμια και τα οποία στην Ελλάδα τα καθόριζε πάντα το Υπουργείο.

Έτσι, στο νέο νόμο δεν προβλέπεται η δυνατότητα τα Πανεπιστήμια να καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων. Οι φοιτητές που εισάγονται από το 1982 στα ΑΕΙ είναι πολύ περισσότεροι (υπερδιπλάσιοι) από αυτούς που μπορούν τα ιδρύματα να εκπαιδεύσουν. Είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που μπορεί να απορροφήσει η Ελληνική κοινωνία. Και φυσικά, δεν είναι όλοι οι φοιτητές ικανοί να ανταπεξέλθουν στο επίπεδο των Σπουδών με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι στρατιές των αιωνίων φοιτητών. Στην χώρα μας σήμερα είναι εγγεγραμμένοι σε ΑΕΙ και ΑΤΕΙ το 75% των νέων μεταξύ 18 και 24 ετών. Το αντίστοιχο ποσοστό στις ευρωπαϊκές χώρες δεν ξεπερνά το 40%. Επιπλέον υπάρχει έλλειψη ουσιαστικού επαγγελματικού προσανατολισμού με αποτέλεσμα και η χώρα να έχει έλλειψη από καταρτισμένους επαγγελματίες αλλά κυρίως να εξακολουθεί ο κάθε γονιός να θέλει το παιδί του να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο.

Στο νέο νόμο δεν προβλέπεται ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει ουσιαστική οικονομία δυνάμεων και πόρων ώστε να διοχετευτούν χρήματα στην έρευνα και την ανάπτυξη. Στο παρελθόν έχει δημιουργηθεί πληθώρα Πανεπιστημίων για κομματικούς καθαρά λόγους. Η χώρα μας με βάση τον πληθυσμό της έπρεπε να έχει 10 Πανεπιστήμια ενώ έχει 23. Μερικά από αυτά είναι διεσπαρμένα σε 5 ή περισσότερες πόλεις (Πελοποννήσου, Αιγαίου), ενώ κάποια άλλα δεν θεραπεύουν την ευρύτητα των επιστημονικών αντικειμένων που απαιτείται ώστε να καλούνται Πανεπιστήμια (Γεωπονικό, Χαροκόπειο, Πάντειο κλπ.). Οι καθηγητές των Πανεπιστημίων θα έπρεπε να είναι περίπου 7.000 και είναι 11.000. Η πολιτεία έχει επιλέξει για κομματικούς λόγους να δαπανά χρήματα για κτήρια και μισθούς και να υποχρηματοδοτεί τις εκπαιδευτικές και ερευνητικές υποδομές.

Στο νέο νόμο δεν προβλέπονται διαδικασίες αξιολόγησης και βελτίωσης των δομών διαχείρισης της εκπαίδευσης και της έρευνας. Το υπουργείο δεν έχει αξιολογήσει, με την βοήθεια διεθνών επιτροπών, καμία από τις υπηρεσίες του και κυρίως αυτήν της διαχείρισης της έρευνας (ΓΓΕΤ). Οι δομές που καλούνται να υποστηρίξουν την έρευνα, την καινοτομία και την ανάπτυξη αποτελούνται από τα ίδια άτομα εδώ και 30 χρόνια. Στην ουσία δεν υπάρχει πολιτική έρευνας και ανάπτυξης αλλά προσωπική πολιτική εξυπηρέτησης "φίλων". Σε καμία χώρα της Δύσης οι υπάλληλοι δεν μένουν σε τέτοιες θέσεις περισσότερο από μία 5ετία. Αντίθετα, όλα σχεδόν τα Τμήματα των Πανεπιστημίων έχουν αξιολογηθεί εδώ και πολλά χρόνια, με πρωτοβουλία των ίδιων των Πανεπιστημίων αλλά και στα πλαίσια των προγραμμάτων ΕΠΕΑΕΚ. Το Υπουργείο όμως αποφεύγει να κάνει γνωστές τις αξιολογήσεις και να δρομολογήσει διαδικασία παρέμβασης και διόρθωσης των αδυναμιών των Πανεπιστημίων με βάση τις αξιολογήσεις. Παρόλα αυτά, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι πρέπει να συκοφαντηθούν ως αντιτιθέμενοι στην αξιολόγηση.

Στο νέο νόμο δεν προβλέπεται πολιτική οικονομικής υποστήριξης των υποδομών, των λειτουργικών αναγκών και τωνεκπαιδευτικών διαδικασιών των Πανεπιστημίων. Ουσιαστικά δεν προβλέπονται τα αυτονόητα. Η χρηματοδότηση θα γίνεται υπό όρους συμμόρφωσης στα θεσμικά πλαίσια που επιβάλει το Υπουργείο και όχι στα πλαίσια της οικονομικής αυτοτέλειας των ΑΕΙ. Σε ένα προϋπολογισμό 6 δισ. ευρώ του Υπουργείου Παιδείας για το 2009, τα Πανεπιστήμια και τα ΑΤΕΙ έλαβαν 1.1 δισ., ποσό που περιλαμβάνει τη μισθοδοσία όλου του προσωπικού αλλά και τα λειτουργικά έξοδα των ιδρυμάτων. Για το 2011, οι δαπάνες αυτές έχουν περικοπεί στα 0.8 δισ. με τα λειτουργικά έξοδα περιορισμένα στο μισό. Η έρευνα δεν χρηματοδοτήθηκε ποτέ. Και να σκεφτεί κανείς ότι για δεκαετίες το ετήσιο έλλειμμα που δημιουργούσε ο ΟΣΕ ήταν της τάξης του 1.2 δισ.

Στο νέο νόμο δεν υπάρχει πολιτική για την έρευνα. Σε όλη την "Κοινοτική Ευρώπη" τα πανεπιστήμια ενισχύονται σε ετήσια βάση από το ίδιο το κράτος για υποστήριξη της βασικής έρευνας με υποτροφίες και ενίσχυση των ερευνητικών υποδομών. Με τις υποτροφίες πληρώνονται οι ερευνητές που παράγουν γνώση και καινοτομία. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν κρατικές δαπάνες για την έρευνα. Οι τελευταίες υποτροφίες δόθηκαν το 2005 και μόλις φέτος ξεκίνησαν οι επόμενες με ευρωπαϊκή πάντα χρηματοδότηση. Η απαιτούμενη ετήσια δαπάνη για 500 υποτροφίες είναι 25 εκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που το ετήσιο έλλειμμα της Ολυμπιακής ήταν 300 εκατομμύρια ευρώ. Εντυπωσιάζει η συστηματική και γενναιόδωρη υποστήριξη της έρευνας σε όλες τις χώρες της κοινότητας με πρωτοπόρο το Ελβετικό Πανεπιστήμιο ΕΤΗ το οποίο έχει 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από τον κρατικό προϋπολογισμό μόνο για έρευνα. Ποσό αδιανόητο για τα ελληνικά δεδομένα για όλα τα Πανεπιστήμια μαζί και για πολλά χρόνια. Τέλος, οι ιθύνοντες του Υπουργείου φαίνεται να αγνοούν τι σημαίνει ακριβώς "κεντρικές ερευνητικές υποδομές". Θα μπορούσε κάθε ενδιαφερόμενος να βρει στο http://cast.web.cern.ch/CAST/ στοιχεία για το πείραμα CAST που έχει δημιουργηθεί στο CERN από Έλληνες ερευνητές. Το πείραμα λειτουργεί από το 2000, αξιολογείται κάθε χρόνο από την επιστημονική διοίκηση του CERN, έχει κοστίσει 5 εκατομμύρια ευρώ και έχει ετήσια έξοδα λειτουργίας 500 χιλιάδες ευρώ. Γύρω από το πείραμα CAST κινούνται 15 χώρες, 70 ερευνητές, εκπονούνται κάθε χρόνο 5 διδακτορικές διατριβές και οργανώνεται ένα παγκόσμιο συνέδριο (http://axion-wimp.desy.de/). Ποιος από το υπουργείο γνωρίζει την δραστηριότητα αυτή (υπάρχουν πολυάριθμες αντίστοιχες) των Ελλήνων Επιστημόνων και έχει ενστερνιστεί την ανάπτυξη επιστημονικών δραστηριοτήτων σε αυτό το επίπεδο; Ερευνητική πρόταση που έγινε στα πλαίσια του Προγράμματος "ΘΑΛΗΣ" από τους έλληνες επιστήμονες που συμμετέχουν στο CAST απορρίφθηκε από την αδιαφανή διαδικασία αξιολόγησης του "ΘΑΛΗΣ". Οι Έλληνες ερευνητές δεν περιμένουν πλέον χρηματοδότηση της ερευνάς τους από την Ελλάδα. Οι προσπάθειες τους προσανατολίζονται στα Ευρωπαϊκά προγράμματα, όπου όπως δείχνουν τα πράγματα πάνε πολύ καλά για όλα τα Πανεπιστήμια μας ανεξαιρέτως. Ποιος αλήθεια από την πολιτεία νομιμοποιείται να αναφέρεται στην έρευνα και την καινοτομία;

Στο νέο νόμο ο ρόλος των φοιτητών αποδυναμώνεται οριστικά. Κακώς βέβαια σε αυτό το βαθμό. Φαίνεται ότι το υπουργείο έπαψε να εμπιστεύεται τις κομματικές παρατάξεις για τη δυνατότητα παρέμβασής στους στις Πρυτανικές εκλογές. Σήμερα είναι γνωστό στην Ακαδημαϊκή κοινότητα ότι οι περισσότερες πρυτανικές αρχές έχουν εκλεγεί από ανεξάρτητα σχήματα τα οποία είχαν απέναντί τους τις νεολαίες και των δύο κομμάτων εξουσίας. Αυτό αποτελεί σημαντική επιτυχία της ακαδημαϊκής κοινότητας η οποία ακύρωσε με τις επιλογές της τις υπερεξουσίες που έδινε το υπουργείο στις φοιτητικές παρατάξεις με το 40% του εκλογικού ποσοστού ανεξάρτητα του ποσοστού προσέλευσης. Με δεδομένο ότι οι μη κομματικοποιημένοι φοιτητές και οι αριστερές νεολαίες πάντα απέχουν από τις πρυτανικές εκλογές, ένα μικρό ποσοστό των φοιτητών έλεγχε το 40% του εκλογικού σώματος. Καμία ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν θέλησε να σταθμίσει το ποσοστό αυτό στην προσέλευση των φοιτητών. Έτσι στην Πάτρα, ενώ σχεδόν και οι 700 καθηγητές προσήλθαν στην τελευταίες πρυτανικές εκλογές, από τους 27.000 φοιτητές προσήλθαν μόνο 1300 (5%). Και όμως ο νόμος έδωσε σε αυτούς πάλι 40% αντί του σταθμισμένου 2%. Ούτε ένας από τους τελευταίους υπουργούς δεν απολογήθηκε ποτέ για το ότι δεν κατάργησε το ποσοστό αυτό της διαπλοκής που η κ. Γιαννάκου έστησε και του οποίου τη στάθμιση με τόση επιμονή ζήτησαν οι Σύνοδοι των (κατά τα άλλα διαπλεκόμενων) Πρυτάνεων.

Στον νέο νόμο δεν αναφέρεται τίποτε για το διοικητικό προσωπικό των ΑΕΙ. Ο διευθυντής, για παράδειγμα, της διεύθυνσης της φοιτητικής μέριμνας εκλέγεται από τους υπόλοιπους υπαλλήλους που αποτελούν το υπηρεσιακό συμβούλιο. Καμία παρέμβαση του πρύτανη ή της συγκλήτου δεν είναι δυνατή. Έτσι, τα διοικητικά όργανα του Πανεπιστημίου λειτουργούν ανεξάρτητα από τη βούληση του Πρύτανη και της συγκλήτου. Γίνεται αυτό στα πανεπιστήμια της αλλοδαπής ή σε ένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο; Πόσες από αυτές τις δυσλειτουργίες γνωρίζει η κ. Υπουργός; Ο νέος νόμος πάντως δεν θεραπεύει καμία.


Από τα προηγούμενα είναι εμφανές ότι το υπουργείο δεν θέλει να δώσει λύση στα προβλήματα των ΑΕΙ και κυρίως στην οικονομική και διοικητική τους αυτοτέλεια. Επιπρόσθετα, καθιερώνοντας το Συμβούλιο Διοίκησης και τον τρόπο λειτουργίας που προτείνει, θέτει τα πανεπιστήμια σε μία μόνιμη ακυβερνησία, αφού το συμβούλιο δεν εκλέγεται πλειοψηφικά για να έχει μία ισχυρή συνιστώσα πολιτικής στη διοίκηση. Για σοβαρά θέματα μάλιστα απαιτείται πλειοψηφία των 4/5 και στο τέλος οι περισσότεροι του συμβουλίου μαζί με τον πρόεδρό του είναι άσχετοι με τα ζητήματα του πανεπιστημίου αφού είναι εξωτερικοί. Εξάλλου, πιστεύει κανείς ότι ένα σχεδόν μη ακαδημαϊκό όργανο θα μπορεί να τοποθετηθεί σε κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα;

Υπάρχει μία μεταρρυθμιστική τακτική εναντίον των Πανεπιστημίων που έρχεται από παλιά και αποτελεί ουσιαστικά προσπάθεια ελέγχου της ανεξαρτησίας της ακαδημαϊκής κοινότητας. Πάντα ενοχλούσε η αιρετική άποψη των καθηγητών ή η "μη προσήκουσα" συμπεριφορά των φοιτητών. Η οργανωμένη συκοφαντία είναι το μέσο για να απαξιωθεί το έργο αλλά και η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο συκοφάντης όμως έχει μία "ιδιαίτερη ψυχολογία", αφού πρώτα ο ίδιος έχει υποπέσει στα παραπτώματα που αποδίδει σε άλλους. Έτσι, σε ένα φανταστικό σενάριο, ο συκοφάντης μπορεί να είναι πρόεδρος σε Τμήμα και ταυτόχρονα ο ίδιος ως πρόεδρος να συντονίζει τη διαδικασία της ακαδημαϊκής του εξέλιξης. Μπορεί να δίνει τις σημειώσεις της συζύγου του στους φοιτητές του και στη συνέχεια να επιλέγεται καθηγητής στο Τμήμα που η σύζυγός του είναι πρόεδρος (οικογενειοκρατία). Επιπλέον, μπορεί να κατέχει θέση Αντιπρύτανη και ταυτόχρονα Γενικού Γραμματέα υπουργείου με ότι δυσλειτουργίες συνεπάγεται αυτό. Μετά από πολλά ακόμα, στο τέλος ο συκοφάντης, μπορεί να είναι υπέρμαχος του "ΔΙΑΥΓΕΙΑ" όπου εκτίθενται μόνο οι νομοταγείς και να εξετάζει ανώνυμες καταγγελίες μετατρέποντας το κυβερνητικό έργο σε διαδικασίες δωσιλογισμού. Τα φαινόμενα αυτά θα έλεγε κανείς ότι είναι μεμονωμένα και δεν ενοχλούν. Τι γίνεται όμως όταν ένα τέτοιο πρόσωπο ανήκει και εκφράζει το πρωθυπουργικό περιβάλλον;

Μετριοπαθείς φωνές λένε ότι τα Ελληνικά Πανεπιστήμια παράγουν σημαντικό έργο με μηδενική βοήθεια. Οι νέοι μας τα εμπιστεύονται και τα κατατάσσουν μαζί με το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, πρώτα στην εκτίμησή τους. Στο εξωτερικό, η εκτίμηση για τα πανεπιστήμιά μας είναι πολύ καλύτερη από αυτήν του Υπουργείου. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι κανένας πρωθυπουργός και κανένας υπουργός σε άλλη χώρα δεν θα αναλάμβανε το τραγικό καθήκον να συκοφαντεί τα Πανεπιστήμια της χώρας του. Στον υπόλοιπο κόσμο υπάρχει περισσότερο σεβασμός στους χώρους παραγωγής γνώσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε ένα σχόλιο:

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails
Powered By Blogger